θελγίν

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 1192] ῖνος, ὁ, s. τελχίν.

Greek (Liddell-Scott)

θελγίν: -ῖνος, ὁ, ἴδε τελχίν. - Καθ’ Ἡσύχ. «Θελγῖνες˙ οἱ Τελχῖνες, γόητες, πανοῦργοι. φαρμακευταί».

Greek Monolingual

θελγίν, -ῖνος, ό (Α) θέλγω
(κατά τον Ησύχ.) «θελγῖνες
τελχῖνες
γόητες, πανοῦργοι, φαρμακευταί».