θεόσυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A sent by the gods, θ. ἢ βρότειος; A.Pr.116; νόσος ib. 596 (lyr.):—also θεόσσυτος χειμών ib.643.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσῠτος: -ον, θεόπεμπτος, θ. ἢ βρότειος (πρβλ. θέορτος) Αἰσχύλ. Πρ. 116˙ νόσος αὐτόθι 596˙ ποιητ. θεόσσυτος χειμὼν αὐτόθι 643.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
envoyé par les dieux.
Étymologie: θεός, σεύομαι.