θυλλίς
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ίδος, ἡ, -θύλακος, Hdn.Gr.1.89, Hsch. θύλον: ὀλέθριον (leg. οὖλον), Id.
German (Pape)
[Seite 1222] ίδος, ἡ, = θύλακος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
θυλλίς: -ίδος, ἡ, = θύλακος, Ἀρκάδ. σ. 30. 12, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θυλλίς, -ίδος, ἡ (Α)
θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλ-ίς. Πιθ. υποκορ. του θύλακος χωρίς να εμφανίζει το επίθημα -ακ-].