θρύψη
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (Α θρύψις, -εως) θρύπτω
1. συντριβή, τσάκισμα
2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα
αρχ.
1. (για αέρα) το σκόρπισμα
2. ασέλγεια, ασωτία
3. καλλωπισμός.