θρύψη
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
Greek Monolingual
η (Α θρύψις, -εως) θρύπτω
1. συντριβή, τσάκισμα
2. μαλθακότητα, τρυφηλότητα
αρχ.
1. (για αέρα) το σκόρπισμα
2. ασέλγεια, ασωτία
3. καλλωπισμός.