θυρωρείο

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) θυρωρός
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου
μσν.-αρχ.
το οίκημα του θυρωρού, το δωμάτιο ή το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο θυρωρός.