θυρωρείο
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
το (ΑΜ θυρωρεῖον, Μ και θυρώριον) θυρωρός
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου
μσν.-αρχ.
το οίκημα του θυρωρού, το δωμάτιο ή το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο θυρωρός.