Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)].