ιδεοληπτικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιδεοληψία
2. εκείνος που πάσχει από ιδεοληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. obsessionnel)].