ιεροσυλία

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.