ἱκετώσυνος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
German (Pape)
[Seite 1248] = ἱκετήριος; τὰ ἱκετώσυνα, das Opfer, mit dem der als Schutzflehender kommende Mörder gereinigt wird, Hesych.
Greek Monolingual
ἱκετώσυνος, -ον (Α)
φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].