ιερότητα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) ιερός
η ιδιότητα του ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα
νεοελλ.
το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα του όρκου» β. «η ιερότητα της μητρικής στοργής»)
μσν.
προσωνυμία ή προσφώνηση προς ιερωμένους («ἡ ἱερότης σας», Τζέτζ.).