ιδιοσυγκρασία

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοσυγκρασία)
ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, σε κάθε άτομο, οι βιολογικοί με τους ψυχολογικούς παράγοντες και καθορίζουν τη συμπεριφορά του
νεοελλ.
1. ιατρ. ο ιδιαίτερος τρόπος ύπαρξης κάθε ατόμου, που το οδηγεί σε ορισμένο τύπο αντίδρασης και συμπεριφοράς
2. φρ. «από ιδιοσυγκρασία» ή «εξ ιδιοσυγκρασίας» — εκ φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + σύγκρασις + κατάλ. -ια].