ἰθυκρήδεμνος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυκρήδεμνος Medium diacritics: ἰθυκρήδεμνος Low diacritics: ιθυκρήδεμνος Capitals: ΙΘΥΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: ithykrḗdemnos Transliteration B: ithykrēdemnos Transliteration C: ithykridemnos Beta Code: i)qukrh/demnos

English (LSJ)

ον, epith. of ships, prob.

   A with canvas set, Pamphosap.Paus.7.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυκρήδεμνος: ῑ, ον, ἐπίθετ. τῶν πλοίων, Πάμφως παρὰ Παυσ. 7. 21, 9, πιθαν. νὰ σημαίνῃ πλοῖον ἔχον τὰ ἱστία ἀναπεπταμένα.

Greek Monolingual

ἰθυκρήδεμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει τα ιστία αναπεπταμένα, τα πανιά ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κρήδεμνον «κάλυμμα»].