ιεροτελεστία
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Greek Monolingual
η (Μ ἱεροτελεστία) ιεροτελεστής
τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία
μσν.
1. ιερολογία
2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα.