ἱεροτελεστία

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροτελεστία Medium diacritics: ἱεροτελεστία Low diacritics: ιεροτελεστία Capitals: ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ
Transliteration A: hierotelestía Transliteration B: hierotelestia Transliteration C: ierotelestia Beta Code: i(erotelesti/a

English (LSJ)

ἡ, solemnization of sacred rites, interpol. in Suid. s.v. ἁγίασμα.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, Einweihung in einen Gottesdienst, VLL. erkl. so ἁγιστεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροτελεστία: ἡ, ἡ τέλεσις ἱερῶν τελετῶν, «ἀγιστεία δὲ ἡ ἱεροτελεστία» Σουΐδ. ἐν λ. ἁγίασμα, Σωφρόν. 3985Β, = ἱερολογία, Λέοντ. Νεαρ. 211.

Greek Monolingual

η (Μ ἱεροτελεστία) ιεροτελεστής
τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία
μσν.
1. ιερολογία
2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα.