μύηση

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ μύησις) μυώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυώ, η κατήχηση και η εισαγωγή κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῖς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῖς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) προσηλυτισμός, η προσχώρηση και η συμμετοχή κάποιου σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η μύηση στη Φιλική Εταιρεία»)
2. τελετή με την οποία γίνεται η πρόσληψη κάποιου σε μυστική εταιρεία ή σε θρησκευτική αδελφότητα, η μυσταγωγία
3. εκμάθηση τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («μύηση στην αγιογραφία»)
(μσν. -αρχ.) το βάπτισμα.