ἱκανοδότης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who gives security, BGU1189.3.    II one who requites, ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82(vi A.D.).

Greek Monolingual

ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο-δότης, τροφο-δότης.