ἱκανοδότης

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνοδότης Medium diacritics: ἱκανοδότης Low diacritics: ικανοδότης Capitals: ΙΚΑΝΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: hikanodótēs Transliteration B: hikanodotēs Transliteration C: ikanodotis Beta Code: i(kanodo/ths

English (LSJ)

ἱκανοδότου, ὁ,
A one who gives security, BGU1189.3.
II one who requites, ὁ ἱ. θεός PMasp.6ii82(vi A.D.).

Greek Monolingual

ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργοδότης, τροφοδότης.

German (Pape)

ὁ, der Genugtuende, Sp.