ιππάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source

Greek Monolingual

ἱππάζομαι (Α) ίππος
1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ' ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.)
2. ιππεύωἱππάζομαι ἐφ' ἵππων», Ηρόδ.)
3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι
4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν», Πλούτ.)
5. (σπαν. ενεργ.) ἱππάζω
ιππεύω.