ἰπνοπλάθης
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
German (Pape)
[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.
Greek Monolingual
ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].