Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
[Seite 1248] ες, f. L. für ἰκμαδώδης.
ἰκματώδης, -ες (Α)ικμαδώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς, αναλογικά προς το αιματώδης].