ἰκματώδης

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 1248] ες, f. L. für ἰκμαδώδης.

Greek Monolingual

ἰκματώδης, -ες (Α)
ικμαδώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκμάς, αναλογικά προς το αιματώδης].