ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο-μεγέθης, μικρο-μεγέθης].