ισοϋψής
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].