υψόμετρο
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
το, Ν
1. (τοπογρ.) αριθμός που δείχνει με ακρίβεια, σε μέτρα, το πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ύψος ενός σημείου της επιφάνειας της Γης
2. (αεροπ.) βασικό όργανο κάθε αεροσκάφους που δείχνει σε κάθε στιγμή το ύψος στο οποίο πετάει το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος / ὕψι «ψηλά» + μέτρο. Η λ. στον λόγιο τ. ὑψόμετρον μαρτυρείται από το 1866 σε Οδηγίες προς χρήσιν τυφεκίων].