υψόμετρο

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. (τοπογρ.) αριθμός που δείχνει με ακρίβεια, σε μέτρα, το πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ύψος ενός σημείου της επιφάνειας της Γης
2. (αεροπ.) βασικό όργανο κάθε αεροσκάφους που δείχνει σε κάθε στιγμή το ύψος στο οποίο πετάει το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος / ὕψι «ψηλά» + μέτρο. Η λ. στον λόγιο τ. ὑψόμετρον μαρτυρείται από το 1866 σε Οδηγίες προς χρήσιν τυφεκίων].