ἰσόπτερος

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπτερος Medium diacritics: ἰσόπτερος Low diacritics: ισόπτερος Capitals: ΙΣΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: isópteros Transliteration B: isopteros Transliteration C: isopteros Beta Code: i)so/pteros

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ἄπτερος, Sch.A.Ag.276:—also ἰσόπτεροι· ἰσότιμοι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1266] flügelgleich, flügelschnell, so erkl. Schol. Aesch. Ag. 276 ἄπτερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπτερος: -ον, ἴσος πτερῷ, ἐλαφρός, ταχύς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 272.

Greek Monolingual

ἰσόπτερος, -ον (Α)
γρήγορος σαν φτερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό-πτερος, ορθό-πτερος].