ισοπεδώνω

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή
2. μτφ.
1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω
2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω- μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].