καθίζηση

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η (Α καθίζησις) καθιζάνω
η αφηρημένη έννοια, η κατάσταση και το αποτέλεσμα του καθιζάνω
νεοελλ.
1. γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων του στερεού φλοιού της γης κατολισθαίνουν και μεταφέρονται σε κατώτερες θέσεις
2. (για άλατα και ουσίες διαλυμένα σε υγρό) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου.