καθορισμός
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Greek Monolingual
ο καθορίζω
1. ακριβής ορισμός, σαφής προσδιορισμός
2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση («ο καθορισμός τών δικαιωμάτων και καθηκόντων του πολίτη»).