τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
[Seite 1276] = ἰχθυβόλος, Eust.
ἰχθυοβόλος, -ον (AM)
μσν.
ιχθυβόλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰχθυοβόλον
η τρίαινα, το καμάκι ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος.