ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(Μ κακεύω) κακός
νεοελλ.
1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω
2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνω
μσν.
εχθρεύομαι, μισώ.