καλλιτέχνημα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
German (Pape)
[Seite 1311] τό, schöne Kunstarbeit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐστ. 318, 66.
Greek Monolingual
το (Μ καλλιτέχνημα) καλλιτεχνώ
το καλλιτεχνικό δημιούργημα, το έργο τέχνης
νεοελλ.
καθετί που έχει δουλευτεί με καλαισθησία, το κομψοτέχνημα.