καλλιτέχνημα

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

German (Pape)

[Seite 1311] τό, schöne Kunstarbeit, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐστ. 318, 66.

Greek Monolingual

το (Μ καλλιτέχνημα) καλλιτεχνώ
το καλλιτεχνικό δημιούργημα, το έργο τέχνης
νεοελλ.
καθετί που έχει δουλευτεί με καλαισθησία, το κομψοτέχνημα.