καμινάδα
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
η
1. καπνοδόχος
2. (συνεκδ. και σε κωμική έκφρ.) ψηλό κυλινδρικό επίσημο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. caminada < λατ. caminus < αρχ. κάμινος].