καλύβι
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν])
υποκορ. του καλύβα, μικρή καλύβα
νεοελλ.
πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι
μσν.
σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. του τ. καλύβη.