λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν])υποκορ. του καλύβα, μικρή καλύβανεοελλ.πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτιμσν.σκηνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. του τ. καλύβη.