Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλύβι

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το (AM καλύβιον, Μ και καλύβι[ν])
υποκορ. του καλύβα, μικρή καλύβα
νεοελλ.
πενιχρή κατοικία, φτωχικό σπίτι
μσν.
σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβιον, υποκορ. του τ. καλύβη.