καπλάντισμα

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

το καπλαντίζω
1. η επένδυση, η επικάλυψη
2. η επένδυση της επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά
3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι
4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος.