δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το καπλαντίζω1. η επένδυση, η επικάλυψη2. η επένδυση της επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος.