καπλάντισμα

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το καπλαντίζω
1. η επένδυση, η επικάλυψη
2. η επένδυση της επιφάνειας ξύλινων επίπλων ή άλλων ξυλουργικών προϊόντων με φύλλα καπλαμά
3. το ντύσιμο παπλώματος με σεντόνι
4. το μέσο με το οποίο καπλαντίζει κάποιος.