τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
το και κανδηλέρι και καντηλιέρι (Μ καντηλέρι και κανδηλέρι)
επιτραπέζια λυχνία
νεοελλ.
μεταλλικό σκεύος στο οποίο στερεώνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία, το κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. candelier].