καντηλέρι

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

το και κανδηλέρι και καντηλιέρικαντηλέρι και κανδηλέρι)
επιτραπέζια λυχνία
νεοελλ.
μεταλλικό σκεύος στο οποίο στερεώνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία, το κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. candelier].