δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
(Α καρατομώ, -έω) καρατόμοςκόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζωνεοελλ.(νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό.