καρβούνιασμα
From LSJ
Greek Monolingual
το καρβουνιάζω
1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα
2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση.
το καρβουνιάζω
1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα
2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση.