καπλαμάς

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

ο
λεπτό επικάλυμμα από ξύλο, μέταλλο ή άλλο υλικό το οποίο επικολλάται ή καρφώνεται στην επιφάνεια επίπλων ή άλλων αντικειμένων για προφύλαξη ή καλλωπισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaplama (< ρ. kaplamak)].