καταμάχησις
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
[μᾰ], εως, ἡ,
A subduing, conquest, Gloss.
Greek Monolingual
καταμάχησις, ἡ (Α) καταμάχομαι
καταπολέμηση.