καταμνημονεύω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A call to mind, Plu.2.748f, 974e, Gal.17(1).515.
German (Pape)
[Seite 1364] verstärktes simplex, Plut. sol. an. 21.
Greek (Liddell-Scott)
καταμνημονεύω: καλῶς ἐν τῇ μνήμῃ διατηρῶ, μνημονεύω ἀκριβῶς, ἀκριβῶς συντίθησι καὶ καταμνημονεύει τὸ κεφάλαιον Πλούτ. 2. 974Ε.
French (Bailly abrégé)
se rappeler.
Étymologie: κατά, μνημονεύω.
Greek Monolingual
καταμνημονεύω (Α)
1. μνημονεύω κάτι
2. διατηρώ κάτι στον νου μου.