κατάγγελος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ὁ,
A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).
German (Pape)
[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.
Greek Monolingual
κατάγγελος, ὁ (Α)
1. ο καταγγελεύς
2. το φυτό μυρσίνη η αγρία.