καταπηδώ

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

καταπηδῶ, -άω (AM)
πηδώ κάτω, από άλογο ή άλλο ζώο ή από υψηλότερο σημείο
μσν.
(για άλογο) πηδώ παίζοντας, αναπηδώ με χάρη.