καταπηδώ

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

καταπηδῶ, -άω (AM)
πηδώ κάτω, από άλογο ή άλλο ζώο ή από υψηλότερο σημείο
μσν.
(για άλογο) πηδώ παίζοντας, αναπηδώ με χάρη.