κατάπυρος

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source

German (Pape)

[Seite 1373] angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπυρος: -ον, διάπυρος, πεπυρωμένος, ἀναμμένος.

Greek Monolingual

κατάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος, πυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί-πυρος, διά-πυρος].