καταπόντιση
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
Greek Monolingual
η (Μ καταπόντισις) καταποντίζω
καταβύθιση στη θάλασσα, βούλιαγμα, πνίξιμο
νεοελλ.
ιατρ. είδος θανάτου από ασφυξία με βύθιση του κεφαλιού μέσα στο νερό
μσν.
είδος ποινής ή θρησκευτικής πράξης κατά την οποία έριχναν τον ένοχο ζωντανό στη θάλασσα ή σε ποτάμι για να πνιγεί.