καταντροπιάζω
From LSJ
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
Greek Monolingual
(Μ καταντροπιάζω)
ντροπιάζω κάποιον υπερβολικά, προκαλώ μεγάλη ντροπή σε κάποιον.