καταπρόσωπα

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα)
επίρρ.
1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου
2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα
νεοελλ.
με παρρησία
μσν.
1. εναντίον κάποιου
2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι
3. απέναντι από κάποιον ή κάτι
4. αναφορικά με κάποιον
5. φανερά, ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά πρόσωπον / πρόσωπα].