ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
η (AM κατάργησις) καταργώ
το να παύσει κάτι να ισχύει, η άρση της ισχύος («κατάργηση τών εισαγωγικών εξετάσεων»)
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «κατάργηση δίκης» — η παύση της δικαστικής διαδικασίας ύστερα από συμφωνία τών αντιδίκων.