κατάργηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάργησις) καταργώ
το να παύσει κάτι να ισχύει, η άρση της ισχύος («κατάργηση τών εισαγωγικών εξετάσεων»)
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «κατάργηση δίκης» — η παύση της δικαστικής διαδικασίας ύστερα από συμφωνία τών αντιδίκων.